αρπάγη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρπάγη | οι | αρπάγες |
γενική | της | αρπάγης | των | αρπαγών |
αιτιατική | την | αρπάγη | τις | αρπάγες |
κλητική | αρπάγη | αρπάγες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρπάγη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρπάγη θηλυκό
- κάθε εργαλείο με άγκιστρο, γάντζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρπάγη
|