δυτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυτικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δυτικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται προς τη δύση
- η Δυτική Ελλάδα
- που προέρχεται από τη δύση
- δυτικός άνεμος (πνέει από τη δύση)
- που κατευθύνεται προς τη δύση ή είναι στραμμένος προς αυτήν (πχ αν πρόκειται για πλευρά κτηρίου)
- που αναφέρεται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, τους λαούς που κατοικούν εκεί, τον πολιτισμό τους, το πολιτικό - κοινωνικό - οικονομικό τους σύστημα κλπ
- που αναφέρεται στην Καθολική Εκκλησία (σε αντίθεση με την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυτικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δυτικός
- που μπορεί να καταδυθεί