western
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- western < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική westerne < πρωτογερμανικής προέλευσης. Μορφολογικά, west + -ern.
Επίθετο επεξεργασία
western (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
western (en)
- (κινηματογράφος) το γουέστερν
Πηγές επεξεργασία
- western - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- western < (άμεσο δάνειο) αγγλική western < west
Ουσιαστικό επεξεργασία
western (fr) αρσενικό
- (κινηματογράφος) το γουέστερν