Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσμικός η δυσμική το δυσμικό
      γενική του δυσμικού της δυσμικής του δυσμικού
    αιτιατική τον δυσμικό τη δυσμική το δυσμικό
     κλητική δυσμικέ δυσμική δυσμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσμικοί οι δυσμικές τα δυσμικά
      γενική των δυσμικών των δυσμικών των δυσμικών
    αιτιατική τους δυσμικούς τις δυσμικές τα δυσμικά
     κλητική δυσμικοί δυσμικές δυσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσμικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

δυσμικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία