↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόβουλος η κακόβουλη το κακόβουλο
      γενική του κακόβουλου της κακόβουλης του κακόβουλου
    αιτιατική τον κακόβουλο την κακόβουλη το κακόβουλο
     κλητική κακόβουλε κακόβουλη κακόβουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόβουλοι οι κακόβουλες τα κακόβουλα
      γενική των κακόβουλων των κακόβουλων των κακόβουλων
    αιτιατική τους κακόβουλους τις κακόβουλες τα κακόβουλα
     κλητική κακόβουλοι κακόβουλες κακόβουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακόβουλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακόβουλος.[1] Αναλύεται σε κακό- + βουλ(ή) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈko.vu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐κό‐βου‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

κακόβουλος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα