Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακόβολος η κακόβολη το κακόβολο
      γενική του κακόβολου της κακόβολης του κακόβολου
    αιτιατική τον κακόβολο την κακόβολη το κακόβολο
     κλητική κακόβολε κακόβολη κακόβολο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακόβολοι οι κακόβολες τα κακόβολα
      γενική των κακόβολων των κακόβολων των κακόβολων
    αιτιατική τους κακόβολους τις κακόβολες τα κακόβολα
     κλητική κακόβολοι κακόβολες κακόβολα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακόβολος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

κακόβολος, -η, -ο

  1. που έχει δύστροπο χαρακτήρα
     συνώνυμα: ανάποδος, στριμμένος
  2. που δεν είναι αναπαυτικός
     συνώνυμα: άβολος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία