Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακοβουλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Συνώνυμα
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κακοβουλί
α
οι
κακοβουλί
ες
γενική
της
κακοβουλί
ας
των
κακοβουλι
ών
αιτιατική
την
κακοβουλί
α
τις
κακοβουλί
ες
κλητική
κακοβουλί
α
κακοβουλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακοβουλία
<
ελληνιστική κοινή
κακοβουλία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κακοβουλία
θηλυκό
το να
επιθυμεί
ή να
επιδιώκει
κάποιος το
κακό
κάποιου άλλου
η
κακή
πρόθεση
Αντώνυμα
επεξεργασία
καλοβουλία
Συγγενικά
επεξεργασία
κακόβουλος
κακόβουλα
Συνώνυμα
επεξεργασία
κακεντρέχεια
κακοήθεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακοβουλία
αγγλικά
:
malice
(en)
γαλλικά
:
malveillance
(fr)