Ετυμολογία

επεξεργασία
malveillance < malveillant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
malveillance malveillances

malveillance (fr) θηλυκό

  1. η δυσμένεια προς κάποιον
     συνώνυμα: agressivité, animosité
  2. η κακοβουλία

Αντώνυμα

επεξεργασία