Ετυμολογία

επεξεργασία
agressivité < agressive + -ité

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
agressivité agressivités

agressivité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη agresser