Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιθετικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιθετικότητ
α
οι
επιθετικότητ
ες
γενική
της
επιθετικότητ
ας
των
επιθετικοτήτ
ων
αιτιατική
την
επιθετικότητ
α
τις
επιθετικότητ
ες
κλητική
επιθετικότητ
α
επιθετικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιθετικότητα
<
επιθετικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιθετικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
επιθετικός
, η
ιδιότητα
του
επιθετικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιθετικότητα
αγγλικά
:
aggression
(en)
γαλλικά
:
agressivité
(fr)
,
hostilité
(fr)
γερμανικά
:
Aggression
(de)
ισπανικά
:
agresión
(es)
σλοβακικά
:
agresia
(sk)
τσεχικά
:
agrese
(cs)
φινλανδικά
:
aggressio
(fi)