aggression
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aggression < γαλλική agression < λατινική aggressio < aggressus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος aggredior
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
aggression (en)
aggression (en)