Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

agression < (παλαιότερη γραφή) aggression < λατινική aggressio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɡʁɛ.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
agression agressions

agression (fr) θηλυκό

Une agression sexuelle. - Μία σεξουαλική επίθεση.

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη agresser