Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιδρομή οι επιδρομές
      γενική της επιδρομής των επιδρομών
    αιτιατική την επιδρομή τις επιδρομές
     κλητική επιδρομή επιδρομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδρομή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιδρομή[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ðɾoˈmi/

τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐δρο‐μή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιδρομή θηλυκό

  1. η ομαδική εισβολή περιορισμένης διάρκειας σε (κατοικημένη) περιοχή με σκοπό είτε την αρπαγή των περιουσιών ή των αγαθών των κατοίκων, είτε τον αιχμαλωτισμό, την απαγωγή ή τον εκφοβισμό τους, είτε την εξόντωσή τους
    • η χώρα είχε ερημώσει από τις διαρκείς επιδρομές εχθρικών φύλων
    • κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην περιοχή έκαναν συχνές επιδρομές στα γειτονικά χωριά
  2. η ομαδική πολεμική επίθεση περιορισμένης διάρκειας
  3. η ομαδική εισβολή περιορισμένης διάρκειας σε χώρο με σκοπό την αρπαγή αγαθών ή εξοπλισμού
    • τα εμπορεύματα του καταστήματος κλάπηκαν κατά τη διάρκεια επιδρομής μελών τοπικών συμμοριών
  4. η ομαδική εισβολή εντόμων σε μία περιοχή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία