Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξόντωση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εξόντωσ
η
οι
εξοντώσ
εις
γενική
της
εξόντωσ
ης
&
εξοντώσ
εως
των
εξοντώσ
εων
αιτιατική
την
εξόντωσ
η
τις
εξοντώσ
εις
κλητική
εξόντωσ
η
εξοντώσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
εξόντωση
<
εξοντώνω
+
-ση
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
εξόντωση
θηλυκό
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
εξοντώνω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
εξόντωση
γαλλικά
:
extermination
(fr)
,
anéantissement
(fr)
ισπανικά
:
exterminio
(es)
,
aniquilación
(es)