Ετυμολογία

επεξεργασία
anéantissement < anéantir + -ment

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anéantissement anéantissements

anéantissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία