Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντριβή οι συντριβές
      γενική της συντριβής των συντριβών
    αιτιατική τη συντριβή τις συντριβές
     κλητική συντριβή συντριβές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντριβή < (ελληνιστική κοινήσυντριβή < αρχαία ελληνική συντρίβω < σύν + τρίβω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.dɾiˈvi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντριβή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία