σύνθλιψη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύνθλιψη < αρχαία ελληνική σύνθλιψις < συνθλίβω < σύν + θλίβω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bhlig- (χτυπώ)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σύνθλιψη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνθλίβω
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σύνθλιψη