• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σύνθλιψη

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύνθλιψη οι συνθλίψεις
      γενική της σύνθλιψης
& συνθλίψεως
των συνθλίψεων
    αιτιατική τη σύνθλιψη τις συνθλίψεις
     κλητική σύνθλιψη συνθλίψεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σύνθλιψη < αρχαία ελληνική σύνθλιψις < συνθλίβω < σύν + θλίβω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bhlig- (χτυπώ)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σύνθλιψη θηλυκό

  • (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνθλίβω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις συνθλίβω και θλίβω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σύνθλιψη
  • γαλλικά : écrasement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σύνθλιψη&oldid=4864947"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:31

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 12:31.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie