διάλυση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάλυση | οι | διαλύσεις |
γενική | της | διάλυσης* | των | διαλύσεων |
αιτιατική | τη | διάλυση | τις | διαλύσεις |
κλητική | διάλυση | διαλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διάλυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάλυσις, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dissolution)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διάλυση θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- διάλυμα
- λιποδιάλυση
- → και δείτε τη λέξη διαλύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διάλυση
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ διάλυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας