διάλυση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάλυση | οι | διαλύσεις |
γενική | της | διάλυσης & διαλύσεως |
των | διαλύσεων |
αιτιατική | τη | διάλυση | τις | διαλύσεις |
κλητική | διάλυση | διαλύσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διάλυση < αρχαία ελληνική διάλυσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διάλυση θηλυκό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διάλυση