dissolution
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
dissolution (en)
- η διάλυση
- η λύση, ο τερματισμός
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dissolution | dissolutions |
dissolution (fr) θηλυκό
dissolution (en)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dissolution | dissolutions |
dissolution (fr) θηλυκό