Ουσιαστικό

επεξεργασία

dissolution (en)

  1. η διάλυση
  2. η λύση, ο τερματισμός


      ενικός         πληθυντικός  
dissolution dissolutions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dissolution (fr) θηλυκό

  1. η διάλυση
  2. η εξάρθρωση