τερματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τερματισμός < τερματίζ(ω) + -μός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teɾ.ma.tiˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τερματισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τερματίζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τερματισμός