εξάρθρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξάρθρωση | οι | εξαρθρώσεις |
γενική | της | εξάρθρωσης* | των | εξαρθρώσεων |
αιτιατική | την | εξάρθρωση | τις | εξαρθρώσεις |
κλητική | εξάρθρωση | εξαρθρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαρθρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξάρθρωση < εξαρθρώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξάρθρωση θηλυκό
- (ιατρική): η μετακίνηση οστού εκτός άρθρωσης, το βγάλσιμο της κεφαλής ενός οστού από την κοιλότητα στην οποία βρίσκεται συνήθως
- (μεταφορικά) η εξουδετέρωση, διάλυση
- Η εξάρθρωση της συμμορίας
- ≈ συνώνυμα: διάλυση, εξουδετέρωση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βγάλσιμο
διάλυση