• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξουδετέρωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξουδετέρωση οι εξουδετερώσεις
      γενική της εξουδετέρωσης* των εξουδετερώσεων
    αιτιατική την εξουδετέρωση τις εξουδετερώσεις
     κλητική εξουδετέρωση εξουδετερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξουδετερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξουδετέρωση < εξουδετερώνω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξουδετέρωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξουδετερώνω
    1. εξαφάνιση, περιορισμός, εκμηδένιση
    2. (χημεία) χημική κατεργασία που μετατρέπει κάποιο διάλυμα σε ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εξουδετέρωση
  • αγγλικά : stultification (en)(1)
  • γαλλικά : neutralisation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξουδετέρωση&oldid=5472067"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 23:44

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 23:44.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας