εξουδετερώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξουδετερώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξουδετερώνω
- θα εξουδετερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξουδετερώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εξουδετερώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξουδετέρωση