εξαφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαφάνιση | οι | εξαφανίσεις |
γενική | της | εξαφάνισης* | των | εξαφανίσεων |
αιτιατική | την | εξαφάνιση | τις | εξαφανίσεις |
κλητική | εξαφάνιση | εξαφανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαφανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεξαφάνιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαφανίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξαφανίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαφάνιση