Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαρθρώνομαι < παθητική φωνή του ρήμ. εξαρθρώνω

εξαρθρώνομαι, μετοχή: εξαρθρωμένος

  1. παθαίνω εξάρθρωση
  2. (για εγκληματικές ομάδες) διαλύομαι από την αστυνομία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία