Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαρθρώνομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαρθρώνομαι
<
παθητική φωνή
του ρήμ.
εξαρθρώνω
Ρήμα
επεξεργασία
εξαρθρώνομαι
,
μετοχή:
εξαρθρωμένος
παθαίνω
εξάρθρωση
(
για εγκληματικές ομάδες
)
διαλύομαι
από την αστυνομία
Συγγενικά
επεξεργασία
εξαρθρώνω
εξάρθρωση
εξαρθρωτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαρθρώνομαι
γαλλικά
: 2
être
(fr)
démantelé
(fr)