↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαρθρωμένος η εξαρθρωμένη το εξαρθρωμένο
      γενική του εξαρθρωμένου της εξαρθρωμένης του εξαρθρωμένου
    αιτιατική τον εξαρθρωμένο την εξαρθρωμένη το εξαρθρωμένο
     κλητική εξαρθρωμένε εξαρθρωμένη εξαρθρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαρθρωμένοι οι εξαρθρωμένες τα εξαρθρωμένα
      γενική των εξαρθρωμένων των εξαρθρωμένων των εξαρθρωμένων
    αιτιατική τους εξαρθρωμένους τις εξαρθρωμένες τα εξαρθρωμένα
     κλητική εξαρθρωμένοι εξαρθρωμένες εξαρθρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαρθρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαρθρώνω, εξαρθρώνομαι

εξαρθρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξαρθρώνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία