εξαρθρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαρθρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαρθρώνω, εξαρθρώνομαι
Μετοχή
επεξεργασίαεξαρθρωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξαρθρώνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαρθρωμένος
|
εξαρθρωμένος, -η, -ο
|