βγάλσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βγάλσιμο < βγάλλω < αρχαία ελληνική ἐκβιβάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βγάλσιμο ουδέτερο
- αφαίρεση, εξαγωγή
- εξάρθρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βγάλσιμο
|