dislocation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dislocation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dislocation | dislocations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
dislocation (fr) θηλυκό
dislocation (en)
ενικός | πληθυντικός |
dislocation | dislocations |
dislocation (fr) θηλυκό