Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαλύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλύω
  2. θα διαλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

διαλύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάλυση