διαλύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαλύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαλύω
- θα διαλύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαλύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιαλύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάλυση