αφανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφανισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀφανισμός < αρχαία ελληνική ἀφανίζω < ἀφανής + -ίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααφανισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του ρήματος αφανίζω, η πλήρης εξάλειψη ή εξόντωση ανθρώπων, πολιτισμών κλπ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφανισμός