Δείτε επίσης: αφανής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀφανής τὸ ἀφανές
      γενική τοῦ/τῆς ἀφανοῦς τοῦ ἀφανοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀφανεῖ τῷ ἀφανεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀφαν τὸ ἀφανές
     κλητική ! ἀφανές ἀφανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀφανεῖς τὰ ἀφαν
      γενική τῶν ἀφανῶν τῶν ἀφανῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφανέσ(ν) τοῖς ἀφανέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφανεῖς τὰ ἀφαν
     κλητική ! ἀφανεῖς ἀφαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφανεῖ τὼ ἀφανεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀφανοῖν τοῖν ἀφανοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφανής < ἀ- στερητικό + -φανής (φαίνομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀφανής, -ής, -ές

  1. αόρατος, αφανής
  2. απαρατήρητος
  3. άγνωστος, αβέβαιος
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 34.3
    ἔνεστι δὲ τὰ ὀστᾶ ἧς ἕκαστος ἦν φυλῆς. μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν, οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν ἐς ἀναίρεσιν.
    Τα οστά του κάθε νεκρού είναι στο φέρετρο της φυλής του. Ένα όμως φέρετρο το μεταφέρουν κενό. Είναι των αφανών, εκείνων που τα σώματα δεν βρέθηκαν για περισυλλογή.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

επεξεργασία