Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφάνισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αφάνισμα
τα
αφανίσμα
τ
α
γενική
του
αφανίσμα
τ
ος
των
αφανισμά
τ
ων
αιτιατική
το
αφάνισμα
τα
αφανίσμα
τ
α
κλητική
αφάνισμα
αφανίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφάνισμα
<
αφανίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αφάνισμα
ουδέτερο
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
αφανισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφάνισμα
→
δείτε
τη λέξη
αφανισμός