Ουσιαστικό

επεξεργασία

extinction (en)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
extinction < λατινική exstinctio < exstinguere (σβήνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛk.stɛ̃k.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
extinction extinctions

extinction (fr) θηλυκό

  1. η κατάσβεση, η απόσβεση
     αντώνυμα: allumage, attisement, embrasement
  2. η εξαφάνιση, ο αφανισμός
     συνώνυμα: disparition, fin
  3. η εξάλειψη
     συνώνυμα: abolition, annulation, épuisement
  4. extinction de voix - αφωνία

Συγγενικά

επεξεργασία