απόσβεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσβεση | οι | αποσβέσεις |
γενική | της | απόσβεσης* | των | αποσβέσεων |
αιτιατική | την | απόσβεση | τις | αποσβέσεις |
κλητική | απόσβεση | αποσβέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσβέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόσβεση < αρχαία ελληνική ἀπόσβεσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική 2.extinction, 3.amortissement)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόσβεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσβένω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόσβεση
|