↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάλειψη οι απαλείψεις
      γενική της απάλειψης* των απαλείψεων
    αιτιατική την απάλειψη τις απαλείψεις
     κλητική απάλειψη απαλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπάλειψις (< ἀπαλείφ(ω) + -σις > -ψις > -ψη < ἀπό+ ἀλείφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απάλειψη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία