• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

απάλειψη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάλειψη οι απαλείψεις
      γενική της απάλειψης* των απαλείψεων
    αιτιατική την απάλειψη τις απαλείψεις
     κλητική απάλειψη απαλείψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαλείψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
απάλειψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπάλειψις (< ἀπαλείφ(ω) + -σις > -ψις > -ψη < ἀπό+ ἀλείφω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

απάλειψη θηλυκό

  • η διαγραφή, η εξάλειψη

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ακύρωση
  • απαλοιφή

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • διαγραφή
  • εξάλειψη
  • εξαφάνιση
  • κατάργηση
  • παράλειψη
  • σβήσιμο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    απάλειψη
  • αγγλικά : elimination (en), effacement (en), obliteration (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=απάλειψη&oldid=5455095"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 02:30

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 02:30. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας