διαγραφή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαγραφή | οι | διαγραφές |
γενική | της | διαγραφής | των | διαγραφών |
αιτιατική | τη | διαγραφή | τις | διαγραφές |
κλητική | διαγραφή | διαγραφές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαγραφή < αρχαία ελληνική διαγραφή
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.ˈɣɾa.fi/ και /ðʝa.ˈɣɾa.fi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαγραφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαγράφω
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαγραφή
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαγραφή < διαγράφω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαγραφή θηλυκό
- η αναπαράσταση αντικειμένου με γραμμές
- διάταγμα