διαγραφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαγραφή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαγραφή (αρχαία σημασία: διάγραμμα). Μορφολογικά, δια- + γραφή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.ɣɾaˈfi/ & /ðʝa.ɣɾaˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γρα‐φή
- τονικό παρώνυμο: διαγράφει
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαγραφή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαγράφω
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαγραφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαγραφή | αἱ | διαγραφαί |
γενική | τῆς | διαγραφῆς | τῶν | διαγραφῶν |
δοτική | τῇ | διαγραφῇ | ταῖς | διαγραφαῖς |
αιτιατική | τὴν | διαγραφήν | τὰς | διαγραφᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διαγραφή | διαγραφαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαγραφᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαγραφαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαγραφή < διαγράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαγραφή θηλυκό
- το διάγραμμα, η αναπαράσταση αντικειμένου με γραμμές
- διάταγμα
- (ελληνιστική σημασία) η διαγραφή, το σβήσιμο
Πηγές
επεξεργασία- διαγραφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαγραφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.