πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαγραφή οι διαγραφές
      γενική της διαγραφής των διαγραφών
    αιτιατική τη διαγραφή τις διαγραφές
     κλητική διαγραφή διαγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγραφή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαγραφή (αρχαία σημασία: διάγραμμα). Μορφολογικά, δια- + γραφή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαγραφή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαγράφω
    1. το σβήσιμο
    2. η χάραξη οριζόντιας γραμμής πάνω σε λέξεις κειμένου
    3. η αφαίρεση από κατάλογο, λίστα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαγραφή αἱ διαγραφαί
      γενική τῆς διαγραφῆς τῶν διαγραφῶν
      δοτική τῇ διαγραφ ταῖς διαγραφαῖς
    αιτιατική τὴν διαγραφήν τὰς διαγραφᾱ́ς
     κλητική ! διαγραφή διαγραφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαγραφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διαγραφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διαγραφή < διαγράφω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαγραφή θηλυκό

  1. το διάγραμμα, η αναπαράσταση αντικειμένου με γραμμές
  2. διάταγμα
  3. (ελληνιστική σημασία) η διαγραφή, το σβήσιμο