Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σβήσιμο τα σβησίματα
      γενική του σβησίματος των σβησιμάτων
    αιτιατική το σβήσιμο τα σβησίματα
     κλητική σβήσιμο σβησίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβήσιμο < σβήνω, σβησ- + -ιμο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzvi.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβή‐σι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβήσιμο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία