χάσιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάσιμο | τα | χασίματα |
γενική | του | χασίματος | των | χασιμάτων |
αιτιατική | το | χάσιμο | τα | χασίματα |
κλητική | χάσιμο | χασίματα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χάσιμο < χάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
χάσιμο ουδέτερο
- η απώλεια αντικειμένου, κιλών (σπανίως για πρόσωπα)
- το χάσιμο του εισιτηρίου
- η σπατάλη
- Είναι χάσιμο χρόνου. Βρες κάτι καλύτερο να κάνεις.
Μεταφράσεις επεξεργασία
χάσιμο
|