Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάσιμο τα χασίματα
      γενική του χασίματος των χασιμάτων
    αιτιατική το χάσιμο τα χασίματα
     κλητική χάσιμο χασίματα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάσιμο < χάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάσιμο ουδέτερο

  1. η απώλεια αντικειμένου, κιλών (σπανίως για πρόσωπα)
    το χάσιμο του εισιτηρίου
  2. η σπατάλη
    Είναι χάσιμο χρόνου. Βρες κάτι καλύτερο να κάνεις.

  Μεταφράσεις επεξεργασία