δίψα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίψα | οι | δίψες |
γενική | της | δίψας | — | |
αιτιατική | τη | δίψα | τις | δίψες |
κλητική | δίψα | δίψες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίψα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δίψα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.psa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐ψα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίψα θηλυκό
- το αίσθημα που προκαλεί η ανάγκη για νερό
- (μεταφορικά) η μεγάλη επιθυμία για κάτι
- δίψα για ζωή
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίψα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δίψα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δίψᾰ | αἱ | δίψαι |
γενική | τῆς | δίψης | τῶν | διψῶν |
δοτική | τῇ | δίψῃ | ταῖς | δίψαις |
αιτιατική | τὴν | δίψᾰν | τὰς | δίψᾱς |
κλητική ὦ! | δίψᾰ | δίψαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δίψᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δίψαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίψα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίψα θηλυκό
- η δίψα
Πηγές
επεξεργασία- δίψα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίψα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.