Δείτε επίσης: τρίξιμο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρίξιμο τα ριξίματα
      γενική του ριξίματος των ριξιμάτων
    αιτιατική το ρίξιμο τα ριξίματα
     κλητική ρίξιμο ριξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρίξιμο < ρίχνω + -ιμο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾi.ksi.mo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρίξιμο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία