γράψιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γράψιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γράψιμο < γράψιμον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɣɾa.psi.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γρά‐ψι‐μο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγράψιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του γράφω
- η συγγραφή ενός κειμένου, η σύνταξη και διατύπωσή του σε σε γραπτή μορφή, καθώς και το κείμενο που γράφτηκε
- οι γραπτές εργασίες που πρέπει να κάνει ένας μαθητής στο σπίτι του
- ⮡ Μην ανοίξεις την τηλεόραση αν δεν έχεις έτοιμα τα γραψίματά σου για αύριο!
- οι γραπτές εργασίες που πρέπει να κάνει ένας μαθητής στο σπίτι του
- η διαδικασία της παραγωγής γραπτού λόγου
- ⮡ Το γράψιμο κοντεύει να γίνει μια χαμένη τέχνη στη σύγχρονη εποχή των πολυμέσων.
- η διαδικασία του σχηματισμού γραμμάτων
- ⮡ Το γράψιμο με μολύβι ενδέχεται να είναι πιο δύσκολο για τους αριστερόχειρες.
- η συγγραφή ενός κειμένου, η σύνταξη και διατύπωσή του σε σε γραπτή μορφή, καθώς και το κείμενο που γράφτηκε
- το αποτέλεσμα του γράφω
- ο γραφικός χαρακτήρας
- ⮡ Το γράψιμό σου είναι ακατάστατο και δυσανάγνωστο. Τι κολυβογράμματα είν' αυτά! Δεν τα βγάζω.
- ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κάποιος γραπτά, η μεταχείρισή του της γλώσσας, το στιλ του
- → δείτε έχω πένα
- ο γραφικός χαρακτήρας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γράψιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γράψιμο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγράψιμο ουδέτερο
- άλλη μορφή του γράψιμον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: γράψιμο
Πηγές
επεξεργασία- γράψιμον, γράψιμο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].