γραπτός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γραπτός < αρχαία ελληνική γραπτός (γραμμένος αλλά και ζωγραφισμένος)< γράφω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γραπτός
- ο γραμμένος, αυτός που βρίσκεται και σε γραπτή μορφή, ο γραφτός, λέξη που συχνά χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό
- Καλά τα λες, αλλά εγώ θέλω τη συμφωνία μας γραπτή και υπογεγραμμένη
- γραπτός λόγος, γραπτή έκφραση (αλλά ήταν γραφτό να γίνει, ήταν μοιραίο, δείτε γραφτό και γραμμένο)
- επίσημος, έγκυρος, βέβαιος
- Δεν υπάρχει όμως καμία γραπτή πηγή που να το επιβεβαιώνει
- Θέλω γραπτά ντοκουμέντα, όχι εικασίες και πληροφορίες και λόγια του αέρα
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- στον πληθυντικό, τα γραπτά, ως ουσιαστικό, σημαίνει συνήθως τα έγγραφα με τις απαντήσεις εξεταζομένων σε κάποια άσκηση/διαγωνισμό (λέγονται και γραφτά)
- την ιδια εννοια, ως ουσιαστικό, το ουδέτερο, μπορει να έχει και στον ενικό (δεν χωλαίνει μόνο στην τάξη, αν δείτε κι εσείς το τελευταίο γραπτό του, θα διαπιστώσετε ότι δεν τον αδικούμε)
- τα γραπτά ως ουσιαστικό σημαινουν επισης τα καταγεγραμμένα, τα γραμμένα κείμενα συγγραφέων-ποιητών-ιστορικών κ.λπ. (και γραφτά)