Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωγραφισμένος η ζωγραφισμένη το ζωγραφισμένο
      γενική του ζωγραφισμένου της ζωγραφισμένης του ζωγραφισμένου
    αιτιατική τον ζωγραφισμένο τη ζωγραφισμένη το ζωγραφισμένο
     κλητική ζωγραφισμένε ζωγραφισμένη ζωγραφισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωγραφισμένοι οι ζωγραφισμένες τα ζωγραφισμένα
      γενική των ζωγραφισμένων των ζωγραφισμένων των ζωγραφισμένων
    αιτιατική τους ζωγραφισμένους τις ζωγραφισμένες τα ζωγραφισμένα
     κλητική ζωγραφισμένοι ζωγραφισμένες ζωγραφισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωγραφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζωγραφίζω

  Μετοχή επεξεργασία

ζωγραφισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζωγραφίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία