ζωγραφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζωγραφίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζωγραφίζω < αρχαία ελληνική ζωγραφ(έω, -ῶ) + -ίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zo.ɣɾaˈfi.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαζωγραφίζω, αόρ.: ζωγράφισα, παθ.φωνή: ζωγραφίζομαι, π.αόρ.: ζωγραφίστηκα, μτχ.π.π.: ζωγραφισμένος
- σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
- είμαι ζωγράφος
- (μεταφορικά, οικείο) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζωγραφίζω | ζωγράφιζα | θα ζωγραφίζω | να ζωγραφίζω | ζωγραφίζοντας | |
β' ενικ. | ζωγραφίζεις | ζωγράφιζες | θα ζωγραφίζεις | να ζωγραφίζεις | ζωγράφιζε | |
γ' ενικ. | ζωγραφίζει | ζωγράφιζε | θα ζωγραφίζει | να ζωγραφίζει | ||
α' πληθ. | ζωγραφίζουμε | ζωγραφίζαμε | θα ζωγραφίζουμε | να ζωγραφίζουμε | ||
β' πληθ. | ζωγραφίζετε | ζωγραφίζατε | θα ζωγραφίζετε | να ζωγραφίζετε | ζωγραφίζετε | |
γ' πληθ. | ζωγραφίζουν(ε) | ζωγράφιζαν ζωγραφίζαν(ε) |
θα ζωγραφίζουν(ε) | να ζωγραφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζωγράφισα | θα ζωγραφίσω | να ζωγραφίσω | ζωγραφίσει | ||
β' ενικ. | ζωγράφισες | θα ζωγραφίσεις | να ζωγραφίσεις | ζωγράφισε | ||
γ' ενικ. | ζωγράφισε | θα ζωγραφίσει | να ζωγραφίσει | |||
α' πληθ. | ζωγραφίσαμε | θα ζωγραφίσουμε | να ζωγραφίσουμε | |||
β' πληθ. | ζωγραφίσατε | θα ζωγραφίσετε | να ζωγραφίσετε | ζωγραφίστε | ||
γ' πληθ. | ζωγράφισαν ζωγραφίσαν(ε) |
θα ζωγραφίσουν(ε) | να ζωγραφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζωγραφίσει | είχα ζωγραφίσει | θα έχω ζωγραφίσει | να έχω ζωγραφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζωγραφίσει | είχες ζωγραφίσει | θα έχεις ζωγραφίσει | να έχεις ζωγραφίσει | έχε ζωγραφισμένο | |
γ' ενικ. | έχει ζωγραφίσει | είχε ζωγραφίσει | θα έχει ζωγραφίσει | να έχει ζωγραφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζωγραφίσει | είχαμε ζωγραφίσει | θα έχουμε ζωγραφίσει | να έχουμε ζωγραφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζωγραφίσει | είχατε ζωγραφίσει | θα έχετε ζωγραφίσει | να έχετε ζωγραφίσει | έχετε ζωγραφισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ζωγραφίσει | είχαν ζωγραφίσει | θα έχουν ζωγραφίσει | να έχουν ζωγραφίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ζωγραφισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ζωγραφισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ζωγραφισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ζωγραφισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζωγραφίζομαι | ζωγραφιζόμουν(α) | θα ζωγραφίζομαι | να ζωγραφίζομαι | ||
β' ενικ. | ζωγραφίζεσαι | ζωγραφιζόσουν(α) | θα ζωγραφίζεσαι | να ζωγραφίζεσαι | ||
γ' ενικ. | ζωγραφίζεται | ζωγραφιζόταν(ε) | θα ζωγραφίζεται | να ζωγραφίζεται | ||
α' πληθ. | ζωγραφιζόμαστε | ζωγραφιζόμαστε ζωγραφιζόμασταν |
θα ζωγραφιζόμαστε | να ζωγραφιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ζωγραφίζεστε | ζωγραφιζόσαστε ζωγραφιζόσασταν |
θα ζωγραφίζεστε | να ζωγραφίζεστε | (ζωγραφίζεστε) | |
γ' πληθ. | ζωγραφίζονται | ζωγραφίζονταν ζωγραφιζόντουσαν |
θα ζωγραφίζονται | να ζωγραφίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζωγραφίστηκα | θα ζωγραφιστώ | να ζωγραφιστώ | ζωγραφιστεί | ||
β' ενικ. | ζωγραφίστηκες | θα ζωγραφιστείς | να ζωγραφιστείς | ζωγραφίσου | ||
γ' ενικ. | ζωγραφίστηκε | θα ζωγραφιστεί | να ζωγραφιστεί | |||
α' πληθ. | ζωγραφιστήκαμε | θα ζωγραφιστούμε | να ζωγραφιστούμε | |||
β' πληθ. | ζωγραφιστήκατε | θα ζωγραφιστείτε | να ζωγραφιστείτε | ζωγραφιστείτε | ||
γ' πληθ. | ζωγραφίστηκαν ζωγραφιστήκαν(ε) |
θα ζωγραφιστούν(ε) | να ζωγραφιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζωγραφιστεί | είχα ζωγραφιστεί | θα έχω ζωγραφιστεί | να έχω ζωγραφιστεί | ζωγραφισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ζωγραφιστεί | είχες ζωγραφιστεί | θα έχεις ζωγραφιστεί | να έχεις ζωγραφιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζωγραφιστεί | είχε ζωγραφιστεί | θα έχει ζωγραφιστεί | να έχει ζωγραφιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζωγραφιστεί | είχαμε ζωγραφιστεί | θα έχουμε ζωγραφιστεί | να έχουμε ζωγραφιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζωγραφιστεί | είχατε ζωγραφιστεί | θα έχετε ζωγραφιστεί | να έχετε ζωγραφιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζωγραφιστεί | είχαν ζωγραφιστεί | θα έχουν ζωγραφιστεί | να έχουν ζωγραφιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ζωγραφισμένος - είμαστε, είστε, είναι ζωγραφισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ζωγραφισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ζωγραφισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ζωγραφισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ζωγραφισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ζωγραφισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ζωγραφισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζωγραφίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ζωγραφίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας