Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεξιοτεχνία οι δεξιοτεχνίες
      γενική της δεξιοτεχνίας των δεξιοτεχνιών
    αιτιατική τη δεξιοτεχνία τις δεξιοτεχνίες
     κλητική δεξιοτεχνία δεξιοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεξιοτεχνία < δεξιοτέχνης + -ία < δεξιός + -ο- + τέχνη + -ης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðe.ksi.o.teˈxni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐ξι‐ο‐τε‐χνί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεξιοτεχνία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία