habileté
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
habileté (fr) θηλυκό
- η επιδεξιότητα, η επιτηδειότητα, η δεξιοτεχνία, η δεξιότητα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη habile