↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεξιός η δεξιά το δεξιό
      γενική του δεξιού της δεξιάς του δεξιού
    αιτιατική τον δεξιό τη δεξιά το δεξιό
     κλητική δεξιέ δεξιά δεξιό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεξιοί οι δεξιές τα δεξιά
      γενική των δεξιών των δεξιών των δεξιών
    αιτιατική τους δεξιούς τις δεξιές τα δεξιά
     κλητική δεξιοί δεξιές δεξιά
Κατηγορία όπως «παλιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεξιός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δεξιός
για την πολιτική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική droit [1] (από τη Γαλλική Επανάσταση, όταν τα συντηρητικότερα μέλη της Νομοθετικής Εθνοσυνέλευσης κάθονταν στη δεξιά πλευρά της αίθουσας συνεδριάσεων, όπως φαίνεται από το προεδρείο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðe.ksiˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐ξι‐ός
ΔΦΑ : /ðeˈksços/ (σε γρήγορο λόγο)

  Επίθετο

επεξεργασία

δεξιός, -ά, -ό

  1. που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της καρδιάς αυτού που μιλάει
  2. (μεταφορικά) εύσημες σημασίες [2]
    1. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε  το δεξί
    2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε  η δεξιά
    άλλες μορφές: δεξής
  3. (πολιτική)
    1. σχετικός με τα πολιτικά κόμματα που θεωρούνται συντηρητικά
    2. που ανήκει σε ή ψηφίζει συντηρητικά πολιτικά κόμματα
      → δείτε και τη λέξη δεξιά (θηλυκό ουσιαστικό)

Συγγενικά

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
δεξι- 

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. δεξιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «δεξιός» και εκτενές σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δεξιός δεξιᾱ́ τὸ δεξιόν
      γενική τοῦ δεξιοῦ τῆς δεξιᾶς τοῦ δεξιοῦ
      δοτική τῷ δεξι τῇ δεξι τῷ δεξι
    αιτιατική τὸν δεξιόν τὴν δεξιᾱ́ν τὸ δεξιόν
     κλητική ! δεξιέ δεξιᾱ́ δεξιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δεξιοί αἱ δεξιαί τὰ δεξιᾰ́
      γενική τῶν δεξιῶν τῶν δεξιῶν τῶν δεξιῶν
      δοτική τοῖς δεξιοῖς ταῖς δεξιαῖς τοῖς δεξιοῖς
    αιτιατική τοὺς δεξιούς τὰς δεξιᾱ́ς τὰ δεξιᾰ́
     κλητική ! δεξιοί δεξιαί δεξιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δεξιώ τὼ δεξιᾱ́ τὼ δεξιώ
      γεν-δοτ τοῖν δεξιοῖν τοῖν δεξιαῖν τοῖν δεξιοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

δεξιός, ήδη ανθρωπωνύμιο στη μυκηναϊκή 𐀆𐀑𐀯𐀺 (de-ki-si-wo) < *δεξι-Ϝός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱs- (δεξιός) < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deḱ- (δέχομαι, αντιλαμβάνομαι). [1] Συγγενή: σανσκριτική दक्षिण (dákṣiṇa), λατινική dexter > ιταλική destro, ισπανική diestro.

  Επίθετο

επεξεργασία

δεξιός, -ά, -όν

  1. δεξιός, που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά της καρδιάς αυτού που μιλάει
  2. ευνοϊκός
  3. (μεταφορικά) επιδέξιος
  4. (αστρονομία) νότιος (δεξιά της ανατολής)

Συγγενικά

επεξεργασία

(Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.