bras
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαbras (en)
Βρετονικά (br)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bras: κορνικό, ουαλλικό και παλαιοϊρλανδικό bras < κελτικό *brassos, συγγενές με το λατινικό grossus (που έδωσε το γαλλικό gros), χωρίς άλλη γνωστή αντίστοιχη λέξη (και χωρίς άλλη σχέση, φυσικά, με την προέλευση της γερμανικής λέξης gross που έχει την ίδια καταγωγή με την αγγλική great)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbras (br)
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠαρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- bras < λατινική brachium < αρχαία ελληνική βραχίων
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
bras | bras |
bras (fr) αρσενικό άκλιτο
- (ανατομία) ο βραχίονας, το μπράτσο· το μέρος του άνω μέλους των ανθρώπων (και, γενικότερα, των διπόδων), ανάμεσα στον ώμο και τον αγκώνα
- ⮡ L’humérus est l’os du bras.
- (ανατομία, μετωνυμία) το χέρι· το άνω μέλος των ανθρώπων και άλλων διπόδων
- ⮡ Cet homme a les bras étrangement longs.
- ⮡ Elle portait un enfant dans ses bras.
- ⮡ Un enfant qui tend les bras à sa nourrice.
- ⮡ Saisir quelqu’un par le bras.
- υπερώνυμα: membre
- (κατ' αναλογία) το αντικείμενο που μοιάζει με μπράτσο ή στηρίζει το μπράτσο
- ⮡ Il y a de petites chaises à bras pour les enfants.
- ⮡ Les bras d’un brancard servent à le soulever et à le porter.
- ⮡ Les bras d'une balance sont posés en équilibre sur le point d’appui et à leurs extrémités pendent les bassins de la balance.
- → λείπει η μετάφραση
- υπερώνυμα: objet
- (μετωνυμία) για ανθρώπους που χρειάζονται για να κάνουν μια χειρωνακτική εργασία
- ⮡ Nous avons besoin de bras.
- ⮡ Souvent après les longues guerres, les bras manquent pour cultiver la terre.
- ⮡ Des bras inutiles.
- υπερώνυμα]]: personne
- η εξουσία, η ισχύς
- ⮡ le bras de Dieu
- ⮡ Le bras séculier s'oppose à la puissance ecclésiastique.
- (γεωγραφία) η πλάγια υποδιαίρεση ενός ποταμού που οφείλεται στην ύπαρξη μιας νησίδας
- ⮡ les deux bras de la Seine
- σε μια σειρά οπωροφόρων δέντρων ή κλήματος, κλαδί που απομακρύνεται από τη σειρά των άλλων δέντρων
- (ναυτικός όρος) σχοινί μπρος στον άνεμο που αφήνει κάποια απόσταση ενός πανιού από το κατάρτι
Εκφράσεις
επεξεργασίαεκφράσεις με το 'bras'
- à bras le corps
- à bras ouvert - με ενθουσιασμό, μιλώντας για την υποδοχή ενός προσώπου ή μιας ιδέας
- à bras raccourcis
- à force de bras, à bras
- à tour de bras
- avoir le bras long
- avoir quelque chose sur les bras
- avoir quelqu’un sur les bras, avoir quelque chose sur les bras - είμαι υπεύθυνος για κάποιον ή κάτι
- Cette pauvre veuve a cinq enfants sur les bras.
- bras de chemise - λέγεται για κάποιον που βγάζει τη μπλούζα του για να αισθάνεται πιο άνετα
- bras cassé
- bras de fer
- bras de levier
- bras de mer - στενόμακρο μέρος θάλασσας ανάμεσα σε δύο ξηρές
- ⮡ Des bras de mer forment l’embouchure de ce fleuve.
- bras dessus, bras dessous
- bras d’honneur
- bras droit de quelqu’un - ο κυριότερος σύμβουλος κάποιου
- les bras m’en tombent - μένω έκπληκτος
- couper bras et jambes à quelqu’un, : (μεταφορικά, οικείο) κόβω τον αέρα κάποιου - αφαιρώ την ικανότητα κάποιου να πετύχει αυτό που θέλει - εκπλήσσω, ξαφνιάζω
- ⮡ Cet arrêt nous a coupé bras et jambes.
- ⮡ La perte de son protecteur lui a coupé bras et jambes.
- ⮡ Cette nouvelle me coupa bras et jambes'.
- se croiser les bras - μένω άπρακτος
- donner le bras - συνοδεύω κάποιον προσφέροντας το μπράτσο μου ώστε να ακουμπά περπατώντας. Λέγεται επίσης για κάποιον που στηρίζεται στο μπράτσο κάποιου άλλου. Λέγεται επίσης, αντίστροφα, για δύο άτομα που το ένα περνά το μπράτσο του στο μπράτσο του άλλου
- ⮡ Elle donnait le bras à son mari.
- ⮡ Ils marchaient en se donnant le bras.
- être dans les bras de Morphée : κοιμάμαι
- se jeter dans les bras de quelqu’un - βάζω τον εαυτό μου υπό την προστασία κάποιου, προσφεύγω σε κάποιον για να με προστατέψει
- ⮡ Se voyant ainsi menacé, il se jeta danse les bras de la police.
- petit bras : χωρίς φιλοδοξία (οικείο)
- retenir le bras de quelqu’un - εμποδίζω κάποιον να τιμωρήσει ή να εκδικηθεί κάποιον άλλον
- retrousser les bras - σηκώνω τα μανίκια μου μέχρι τους αγκώνες
- tendre les bras à quelqu’un : {οικείο) βοηθώ κάποιον, του προσφέρω χείρα βοηθείας - συγχωρώ κάποιον - ικετεύω κάποιον για να με βοηθήσει
- ⮡ Je lui ai tendu les bras dans sa disgrâce.
- tirer quelqu’un des bras de la mort - τον γιατρεύω από ασθένεια που φαινόταν ανίατη
- ⮡ Ce médecin m’a tiré des bras de la mort.
- tordre le bras à quelqu'un
- traiter quelqu’un de monsieur gros comme le bras : (μεταφορικό και οικείο) προσφωνώ συχνά κάποιον με τιμητικούς τίτλους
- vivre de ses bras - ζω μόνο χάρη στη δική μου εργασία
Παράγωγα
επεξεργασία- appui-bras
- avant-bras: μέρος του άνω μέλους ανάμεσα στον αγκώνα και τον καρπό
- casse-bras
- dessous-de-bras
- faux-bras
- fier-à-bras
- garde-bras
- porte-bras
- serre-bras
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- bras - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Επίθετο
επεξεργασίαbras (gd)