γρήγορος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γρήγορος < μεσαιωνική ελληνική γρήγορος < ελληνιστική κοινή γρήγορος (ξυπνητός) < ελληνιστική κοινή ἐγρήγορος < γρηγορῶ, παρακείμενος ἐγρήγορα (έχω ξυπνήσει) του ἐγείρω[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣɾi.ɣo.ɾos/
- συλλαβισμός : γρή‐γο‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γρήγορος
- που μπορεί να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα καθώς κινείται
- γρήγορος δρομέας, γρήγορο αυτοκίνητο
- που μπορεί να ολοκληρώσει ένα έργο σε λίγο χρόνο
- είναι γρήγορος στη δουλειά του
- γρήγορος υπολογιστής
- που ολοκληρώνεται σε λίγο χρόνο
- γρήγορος συλλογισμός
- γρήγορη διαδρομή
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- γρήγορα
- γρηγορόσημο
- → δείτε τη λέξη εγείρω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γρήγορος
Επεξεργασία
- ↑ «γρήγορος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.