ραγδαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ραγδαίος | η | ραγδαία | το | ραγδαίο |
γενική | του | ραγδαίου | της | ραγδαίας | του | ραγδαίου |
αιτιατική | τον | ραγδαίο | τη | ραγδαία | το | ραγδαίο |
κλητική | ραγδαίε | ραγδαία | ραγδαίο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ραγδαίοι | οι | ραγδαίες | τα | ραγδαία |
γενική | των | ραγδαίων | των | ραγδαίων | των | ραγδαίων |
αιτιατική | τους | ραγδαίους | τις | ραγδαίες | τα | ραγδαία |
κλητική | ραγδαίοι | ραγδαίες | ραγδαία | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραγδαίος < αρχαία ελληνική ῥαγδαῖος
Επίθετο
επεξεργασίαραγδαίος, -α, -ο
- ο απότομος, έντονος και βίαιος (για φυσικά φαινόμενα)
- ραγδαία βροχή
- ο ταχύτατα εξελισσόμενος σε αρνητική πορεία, που επιδεινώνεται γρήγορα, για νόσους ή άλλα δυσάρεστα
- ραγδαία επιδείνωση
- ο ταχύτατα εξελισσόμενος σε θετική ή αμφισβητούμενη ως προς τη χροιά πορεία, που όμως δεν αποκλείει απολύτως τη δυσάρεστη πτυχή
- ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις
- ραγδαία τουριστική ανάπτυξη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραγδαίος
|